- ὀλοεργής
- ὀλο-εργής, ές, u. ὀλο-εργός, Verderbliches tuend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολοεργής — ὀλοεργής, ές (Α) καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + εργής (< ἔργον)] … Dictionary of Greek
ὀλοεργέσιν — ὀλοεργής ruinous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ολοεργός — ὀλοεργός, όν (Α) 1. ολοεργής* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + εργός (< ἔργον)] … Dictionary of Greek